ἀηˬδονολαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδονολαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀηˬδονολαλιˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀηˬδουνουλαλιˬὰ Σάμ. ἀγδονολιˬαλιˬὰ Θρᾴκ. (Γέν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀηˬδόνι καὶ λαλιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἡ φωνὴ τῆς ἀηδόνος Σάμ. κ.ἀ. 2) Λογομαχία, ἔρις, συνήθως μεταξὺ γυναικῶν Θρᾴκ. (Γέν.): ᾎσμ. Πῆγα ’ς τὸν πέρα μαχαλᾶ κιˬ ἄκουσα μιˬὰ ἀγδονολιˬαλιˬά, μάννα τὴν κόρη ἔδερνε, χτύπα, μάννα μου, δυνατά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA