ἀηˬδονοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀηˬδονοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀηˬδονοπούλλα ἡ, Σῦρ κ.ἀ. ἀηˬδοννόπ’λλου τό, Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀηˬδόνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –πούλλα -πουλλο, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,636.
Σημασιολογία
1) Οὐδ., ὁ νεοσσὸς τῆς ἀηδόνος Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔπιˬασα κάτου ’ς τοὺ ρέμα ἕν, ἀηˬδουνόπ’λλου κὶ τό ’βαλα ’ς τοῦ κλουβί, ἀλλὰ ψόφ’σι Αἰτωλ. Τ’ ἀηˬδουνόπ’λλα εἶνι ἀμάλλιˬαγα ἀκόμα κὶ τὰ ταΐζ’ ἡ μάννα τ᾿ς ’ς τ᾽ φουλεˬά τ᾿ς μέσα αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀηˬδονάκι. 2) Θηλ., ἀηδὼν Σῦρ. κ.ἀ.: Σὰν ἀηˬδονοπούλλα τραγουδεῖ (ἐπὶ γυναικὸς ἐχούσης γλυκεῖαν φωνήν, ἀλλὰ καὶ εἰρων. ἐπὶ κακοφώνου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA