ἀθαλάσσωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθαλάσσωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθαλάσσωτος ἐπίθ. Πόντ. -ΑΠαπαδιαμ. Πρωτοχρ. διηγ. 33 ΑΤανάγρ. Σπογγαλ. 20 ἀθαλάσσουτους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθαλάσσωτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων σχέσιν μὲ τὴν θάλασσαν, ὁ ἄπειρος τῆς θαλάσσης ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. ΑΤανάγρ. ἔνθ᾽ ἀν.: «Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε μολύβι εἰς τὸν πάτον, χερσαῖος, ἀθαλάσσωτος ἄνθρωπος» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Ὅλο παιδιˬὰ ἀθαλάσσωτα, ποῦ δὲν ξέρουν οὔτε τί θὰ πῇ μηχανὴ οὔτε τί θὰ πῇ σφογγάρι ΑΤανάγρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀθάλασσος. 2) Ὁ μὴ ἐμβραχεὶς εἰς θαλάσσιον ὕδωρ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Πόντ. 3) Ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπὸ τρικυμίας Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/