ἀθάλη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθάλη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθάλη ἡ, αἰθάλη Καππ. (Σινασσ.) ἀθάλη ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Λευκ. κ.ἀ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. Σίφν. κ.ἀ. -Κορ Ἄτ. 5,73 ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 37 ἀθά’ Μακεδ. (Πάγγ.) Σαμοθρ. ἀθ-θάλη Κῶς ἀτθάλη Χίος ἀθάλη Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀθάλη, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. αἰθάλη.

Σημασιολογία

1) Αἰθάλη ’Ιόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) κ.ἀ. -ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν.: Τὴν ἀθάλη ἀγλείφει, δὲν μᾶς κάνει τέτοι͜ος σκύλλος γιˬὰ τὸ μύλο ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Μαύρη γυˬαλιστερὴ ἡ γωνιˬὰ ὡς ἀπάνου ’ς τὴ στέγη ἀπὸ τὴν ἀθάλη ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. καπνιˬά. 2) Σωρὸς ἀνθράκων ἀνημμένων εὑρισκομένων εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀποτεφρώσεως, ἀνθρακιὰ Κρήτ. Κύθν. Κῶς Λευκ. Μακεδ. (Πάγγ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ.: ’Σ σὴν ἀθάλαν ἀφκὰ ψένομε κυδών’ (ἀφκὰ=ὑποκάτω) Τραπ. Ταράζω τὴν ἀθάλαν Χαλδ. || ᾎσμ. Κιˬ ἂν ἔχῃ σφάλμα τὸ χαρτί, ρῖψε το ’ς τὴν ἀθάλα Κρήτ. β) ᾿Ανημμένος ἄνθραξ Σίφν.: Φέρε μου μιˬὰν ἀθάλη. γ) Σπινθὴρ Μακεδ. (Πάγγ.) Σίφν. Συνών. σπίθα. 3) Τέφρα, σποδὸς Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σαμοθρ. κ.ἀ.: Κάθεται μέσα καὶ σκαλίζει τὴν ἀθάλη Κρήτ. || Φρ. Πάω ἀθάλη (καταστρέφομαι, ἐπὶ παντὸς πράγματος καταστρεφομένου) αὐτόθ. || ᾎσμ. Σπίθα μικρὴ κιˬ ἀψήφιστη, κρυμμένη ’ς τὴν ἀθάλη αὐτόθ. Συνών. ἄθος, στάχτη. 4) Τὸ φυτὸν ἐρυθραία τὸ κενταύριον (erythraea centaurium) τῆς τάξεως τῶν γεντιανωδῶν (gentianaceae) Κορ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/