ἀθάμπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθάμπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθάμπωτος ἐπίθ. Ζάκ. -ΔΣολωμ. 61 ἀθάμπουτους Θεσσ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *θαμπωτὸς < θαμπώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀμαυρούμενος ἤ ὁ μὴ ἀμαυρωθεὶς Ζάκ. -ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τώρᾳ ἀθάμπωτη ἔχει δόξα ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ ἀπηλλαγμένος κηλίδων Θεσσ. (Ζαγορ.): Φουρεῖ τὰ φουρέματά τ᾿ ἀθάμπουτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA