ἀθάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀθάσι τό, ἀθάσιν Κύπρ. ἀχάσιν Κύπρ. ἀσ-σάσιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀθάσι Κρήτ. ἀτάσι Καππ. (Φερτ.) ἀdάσι Σύμ. ἀρά’ Καππ. (᾿Αραβάν.) θάσου Κυδων. θάου Λέσβ. θιˬάσο Βιθυν. Δαρδαν. Ἤπ. Θρᾴκ. Σύμ. –Λεξ. Περίδ. Βυζ. θάσιˬους ὁ, Μακεδ. (Καταφύγ.) θάσους Μακεδ. (Καβάλλ. Μελέν. Σέρρ. κ.ἀ.) θιˬάσος Βιθυν. θιˬάσους Θεσσ. (Ζαγορ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀθάσιον (πβ.᾿Ασίζ. Κύπρ. ἔκδ. ΚΣάθα 496), ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. θάσιον. Πβ. Πλουτάρχ. Ἠθ. 6,393,7 (ἔκδ. Bernardakis) «ὄψα καὶ θάσια καὶ μύρα» καὶ ᾽Αθήν. 647f ’Ιδ. καὶ Κορ. Ἄτ. 2,157.
Σημασιολογία
1) Εἶδος εὐθραύστων ἀμυγδάλων Κρήτ. Λέσβ. Σύμ. β) Τὸ νωπὸν ἀμύγδαλον Καππ. (᾽Αραβάν.) Κύπρ. γ) Πᾶν ἀμύγδαλον Καππ. (Φερτ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.): ᾽Εκάμαν πολλὰ ἀθάιˬα ’φέτι οἱ ἀθαιˬές μας Κύπρ. || ᾎσμ. Ἡ μάννα μου μὲ τάιζεν σῦκον παστὸν τιˬ ἀθάσιν γιˬὰ νὰ μεˬαλύνω γλήορα μαζί σου νὰ μ’ ἁρμάσῃ (παστὸν=ξηρόν, ἁρμάσῃ=ὑπανδρεύσῃ) αὐτόθ. 2) Τὸ ἐξ ἀμυγδάλων ἐκχύλισμα, γαλάκτωμα Βιθυν. Δαρδαν. Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θράκ. Κυδων. Λεσβ. Μακεδ. Συνών. ἀθασόγαλο, ἀμυγδαλάδα, σουμάδα. β) Τὸ ἐκ πεπονοσπόρου ἐκχύλισμα Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Καβάλλ. Καταφύγ. Μελέν. Σέρρ. κ.ἀ.) γ) Τὸ ἐκ πεπονοσπόρου ἔλαιον Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA