αἱματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αἱματάκι τό, κοιν. γαιματάτσι Μεγίστ. αἰματσάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) αἱματσάιν Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αἷμα.

Σημασιολογία

Ὀλίγον αἷμα κυριολεκτικῶς ἢ θωπευτικῶς καὶ καθόλου αἷμα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Αἱματσάκι νὰ φτύσῃς σὰ δὲ μοῦ ’φταιες! Ἀπύρανθ. Ἑκόπην τὸ αἱματσάιν του (ἐτρόμαξε) Καρδάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αἱμάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/