αἱματοβυζαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοβυζαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αἱματοβυζαίνω ἁμάρτ. γαιματοβυζαίνω Κῶς

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ρ. βυζαίνω.

Σημασιολογία

Βυζαίνω, ροφῶ αἷμα: ᾎσμ. Σὰν μάτ-τακας ἐμπήγεσαι νὰ γαιματοβυζάσῃς, μὰ θὰ φουσκώσῃς γλήορες καὶ ξαφνικὰ θὰ σκάσηˬς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/