αἱματοκύλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματοκύλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αἱματοκύλισμα τό, κοιν. ’ματοκύλισμα σύνηθ. ’ματοτούλισμα Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Μεγίστ. κ.ἀ. ’ματοκύλιγμαν Πόντ. ’ματοκύλισμαν Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. αἱματοκυλῶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ εἶναί τις αἰματοκυλισμένος, τραυματίας ἔνθ’ ἀν. : Τό αἱματοκύλισμα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν φοβερὸ κοιν. Συνών. αἱματοκυλισμός 2) Αἱματοχυσία, ἄφθονος χύσις αἵματος, συμπλοκὴ αἱματηρὰ ἔνθ' ἀν. Συνών. αἱματοκυλισιά, αἱματοκυλισμός 2, σκοτωμός, φονικό .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA