αἱματολάφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματολάφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αἱματολάφτης ὁ, ἀμάρτ. ’ματολάφτης Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Βούρβουρ. κ.ἀ.) ’μολάφτης Πελοπν. αἱμαλάφτης Χίος αἱμολάτρης Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *αἱματολάπτης. Διὰ τὸ ’μολάφτης πβ. τὸ μεταγν. θηλ. αἱμολάπτις. Τὸ αἱμολάτρης ἐκ τοῦ *αἱμολάφτρης κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ψεύτρης-ψεύτης.
Σημασιολογία
1) Ὁ διψῶν αἷμα, ὁ ἀγαπῶν, ὀ τερπόμενος εἰς τὸ αἷμα καὶ τοὺς φόνους, αἱμοβόρος, φονεὺς ἔνθ’ ἀν.: Βρέ, ἄφ’τον τὸ ’μολάφτη! Πελοπν. Αὐτὸς εἶναι ’μολάφτης αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὅπου ρίξω τὸ γλέμμα μου, ὅπου γυρίσω βλέπω σκλαβιˬά, χηρᾶδες μ᾿ ὀρφανὰ καὶ Τούρκους ’ματολάφτες ἀγν. τόπ. 2) Ἁρπακτικός, πολυφάγος Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τί νὰ κάνουν ’φτοῦνοι οἱ ’ματολάφτες, θέλουν νὰ φάν!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA