αἱματόπνιχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματόπνιχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἱματόπνιχτος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 21.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἷμα καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. πνιχτός.
Σημασιολογία
Ὁ πνιγμένος εἰς τὸ αἷμα, αἰμόφυρτος: Ποίημ. Τῶν ἐθνῶν τὴν ἀγάπην ἠ αἱματόπνιχτη γῆ τὴνε κράζει ὀνειρεύτρα, μὰ δὲν ἔρχεται, ἀργεῖ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA