αἱματοστάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματοστάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αἱματοστάτι τό, ἀμάρτ. ’ματουστάτι Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μυτιλ.) Μακεδ. (Σιάτ.) ’ματουστάσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἱματοστάτης.

Σημασιολογία

1) Αἱματοστάτης͵ ὃ ἰδ., ἐνθ’ ἀν. 2) Δακτύλιος φέρων τὴν λίθον αἱματοστάτην κατ᾽ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν φέροντα ἀδάμαντα ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/