αἱματόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱματόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αἰματόχορτο τό, ἀμάρτ. ’ματόχορτο πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. αἷμα καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν ποτήριον τὸ κηπαῖον (poterium sanguisorba) τῆς τάξεως τῶν ροδανθῶν (rosaceae) βότανον αἱμοστατικὸν (ἰδ. Μστεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 9 (1926) 444) Ζάκ. Κέρκ. Συνών. βασκαντήρα, μουρόφυλλο, χορτοδροσάγγουρο. 2) Τὸ φυτὸν ἀναγαλλὶς καὶ ἰδίως ἡ ἀρουραία (anagallis arvensis) τῆς τάξεως τῶν ἠρανθωδῶν (primulaceae) μὲ ἄνθη αἱματόχροα θεωρουμένη ὡς θεραπευτικὴ τῶν ἐρυθρῶν κηλίδων τοῦ σκληροῦ χιτῶνος τοῦ ὀφθαλμοῦ Κέρκ. Συνών. ἄντερο τοῦ πουλλιˬοῦ (ἰδ. ἄντερο). 3) Τὸ φυτὸν σόργον, τὸ χαλέπιον (sorghum Halepense) τῆς τάξεως τῶν σιτηρῶν (tritaceae) δηλητήριον εἰς τὰ ζῷα Ζάκ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀγριοκέχρι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/