αἱμοβόρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἱμοβόρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἱμοβόρος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ’μοβόρος Θήρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Λακων. Μεσσήν.) αἱμουβόρος Θήρ. ἱμουβόρους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’μουβόρος Θήρ. ’μουβόρους Στερελλ. (Αἰτωλ.) αἱμοβόρε Τσακων. ὠμοβόρος Πελοπν. (Λακεδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἱμοβόρος. Τὸ ὠμοβόρος κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ὠμὸς μᾶλλον ἢ διάσωσις τοῦ μεταγν. ἐπιθ.

Σημασιολογία

1) Ὁ τερπόμενος μὲ τὰ αἱματηρὰ γεγονότα, αἱμόδιψος, θηριώδης ἕνθ’ ἀν. : ᾎσμ. Κάθε γέρως, κάθε κόρη, | κάθε ἀνήλικο παιδί, ὁποὺ τύραννοι αἱμοβόροι | εἶχαν διˬώξει ἀπὸ τὴ γῆ ΔΣολωμ. 82. 2) Χαιρέκακος, κακός, μοχθηρὸς πολλαχ.: Ξέρ’ς τί ’μουβόρα ᾿ναῖκα ἦταν αὐτείν’! Αἰτωλ. Γιˬατί εἶσι ’μουβόρου πιδί; αὐτόθ. Αὐτὸς εἷναι ἄνθρωπος ὠμοβόρος Λακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/