ἀίπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀίπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀίπι τό, ἀμάρτ. ἀίπ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. ayip.

Σημασιολογία

Ἐντροπή, αἰδὼς ἔνθ᾽ ἀν.: Μ᾽ εὐτάς ἀίκα, ἀίπ’ ἔν’ (μὴ κάμνῃς τοιαύτας πράξεις, εἶναι ἐντροπὴ) Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/