αἱρετικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱρετικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
αἱρετικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) ἱριτ’κὸς βόρ. ἰδιώμ. ’ρετικὸς Πελοπν (Βούρβουρ.) κ.ἀ. ᾿ριτ᾿κὸς Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελ. (Αἰτωλ.) αἱρεκικὸ Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αἱρετικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς ἐκκλησιαστικὴν αἵρεσιν λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.). Ἀντίθ. ὀρθόδοξος. 2) Ὁ ἔχων ἐλαττώματα, ἰδιοτροπίας, δύστροπος, πεισματικός, εὐόργητος Ζάκ. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ.) Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Αἱρετικὸς ἄνθρωπος πολλαχ. ᾿Ριτ᾽κὴ ᾿ναῖκα Αἰτωλ. Εἶνι ’ριτ’κὸς ἄνθρουπους κιˬ ἁρπάζιτι ᾽ς τοὺ φ’τίλ’ Χουλιαρ. β) Ἐπὶ ζῴου, δύσκολος, κακότροπος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Αἱρετικὸ βόιδι Καλάβρυτ. 3) Φθονερός, κακεντρεχὴς Θήρ. Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ.: Αἱρετικέ, ποῦ μὲ μάχεσαι, νὰ ’βρῃ ὥρα τὴν αἱρεσία σου! Θήρ. Ντ’ αἵρετικον πλάσ’ εἶσαι! (τί αἱρετικὸν πλάσμα εἶσαι! Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό) Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 365 (ἔκδ. Wagner σ. 134) «ἀφωρισμένε γάδαρε καὶ τρισκαταραμένε, | αἱρετικὲ κ᾽ ἐπίβουλε, σκύλλε μαγαρισμένε». 4) Ἄτακτος, ἀπειθὴς Πόντ. (Κοτύωρ.): Πολλὰ αἱρετικὸν γιˬὸν ἕεις. Πβ. αἱρεσιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA