αἰριˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰριˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αἰριˬάρις ὁ, Ἤπ. Μεγίστ. Πάρ. ναιριˬάρις Ἤπ. εἰριˬάρις Κρήτ. Πελοπν. (᾿Ολυμπ.) εἰριˬάρ’ς Ἤπ. (Χουλιαρ.) νειριˬάρ’ς Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀαιριˬάρις Ἤπ. ᾿ριˬάρις Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αἶρα.
Σημασιολογία
1) Ὄργανον πρὸς ἀποχωρισμὸν τῆς αἴρας ἀπὸ τοῦ σίτου, κόσκινον ᾿Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Πάρ.: Φέρ᾿ τοὺ νειριˬάρ’ νὰ κουσκινίσου Ἤπ. || Φρ. Τρύπ’σι οὑ νειριˬάρ’ς (ἐπὶ πράγματος κατὰ φύσιν ἔχοντος, ἀλλ’ ὡς παραδόξου ἐμφανιζομένου) αὐτόθ. 2) Ἐπιθετ. ὁ περιέχων αἶραν, ἐπὶ σίτου, ἀλεύρου καὶ ἄρτου Κρήτ. Μεγίστ. Πελοπν. (’Ολυμπ.): Τί μᾶς δίνεις αὐτὸ τὸ εἰριˬάρικο ἀλεύρι νὰ φάμε, νὰ μᾶς κινήσῃ αἷμα! ᾿Ολυμπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA