αἰσθαντικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσθαντικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰσθαντικὸς ἐπίθ. ΔΣολωμ. 92 αἰσταντικὸς Ἤπ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ αἰσθάνομαι.
Σημασιολογία
1) Εὐαίσθητος, αἰσθηματικὸς ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Γλήγορα κατορθώνει νὰ πλανέσῃ τὸ ἀδύνατο καὶ αἰσθαντικὸ κοράσι. 2) Διακριτικὸς Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA