αἰσχρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσχρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰσχρὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἰσχρός.
Σημασιολογία
Ἀνήθικος, ἄνομος, ἀνόσιος, ἐπονείδιστος: Αἰσχρὸς ἄνθρωπος, αἰσχρὸν βιβλίον, αἰσχρὰ διαγωγὴ κττ. || Φρ. Αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν (ἐπὶ αἰσχροτάτων πράξεων, τὰς ὁποίας καὶ ν᾿ ἀναφέρῃ τις ἀποτροπιάζεται. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης. Πβ. Παύλ. Ἀποστ. ᾿Εφεσ. 5,12).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA