αἰσχύνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰσχύνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αἰσχύνομαι λόγ. κοιν. αἰσχύνομαι Ρόδ. κ.ἀ. αἰύνομαι Κύπρ. ᾿ύνομαι Κύπρ. ἰσκαίνουμου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. αἰσχύνομαι.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι ἐντροπήν, ἐντρέπομαι ἔνθ’ ἀν.: Δὲν αἰσκύνεσαι, καηˬμένε; Ρόδ. Μὲ ἀντρέπεται μὲ ’υνεται (μὲ = μήτε) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA