αἰτιˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰτιˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰτιˬασμένος ἐπίθ. ’τιˬασμένος Ἤπ. Πελοπν. (Ἦλ. Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. αἰτιάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ αἰτίαν, νόσον λανθάνουσαν καὶ δὴ φθίσιν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦταν αἰτιˬασμένος καὶ πέθανε Ἦλ. 2) Ὁ ἔχων ἀτελῆ σωματικὴν ἀνάπτυξιν Πελοπν. (Λακων.) Πβ. παθιˬασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA