αἴτιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἴτιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἴτιος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἴτιος.

Σημασιολογία

1) Ὁ παρέχων τὴν αἰτίαν, τὴν ἀφορμήν, τὸν λόγον, συνήθως κακοῦ τινος λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ.): Ἄς ὄψεται ὁ αἴτιος. Σὺ εἶσαι ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ κοιν. Μή μοῦ παραμορφίζεσαι, γιˬατὶ ἐσύ ’σ’ ὁ πρῶτος αἴτιος Κρήτ. Γίνουνται αἴτιες νὰ μὴ παντρεύγουνται οί ἄτθρωποι νεˬοὶ Κάλυμν. 2) Ὁ αἴτιος τοῦ συμποσίου, ὁ ἀμφιτρύων Κρήτ: Φρ. Εἰς ὑγεία καὶ τῶν αἴτιω ἢ μόνον Καὶ τῶν αἴτιω (χαιρετισμὸς τοῦ πίνοντος ὑπὲρ ὑγείας τῶν αἰτίων τοῦ συμποσίου, π. χ. τῶν γονέων κατὰ τὴν βάπτισιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/