αἰχμάλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰχμάλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αἰχμάλωτος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) αἰγμάλωτος Πόντ. (Κερασ.) αἰχμάλωτος Πάρ. ἀχμάλουτους Λῆμν. ἀγμάλωτος Καππ. (Σινασσ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἰχμάλωτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωτισθεὶς καὶ ἀπαχθεὶς ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν ἔχουν αἰχμάλωτο κοιν. || ᾌσμ. Ἀdέτι τὰ βασίλεια τ᾿ς αἰχμάλωτους δὲ βλάφτουν (ἀdέτι = συνήθεια) Κρήτ. ’Σ τὸ Θεό σ᾽, ᾿ς τὸ Θεό σ᾿, αἰχμάλωτε, τὰ γονικά σ᾿ ἀπόθεν; Τραπ. β) Μεταφ. ὁ ἀφωσιωμένος ἢ ὑποχρεωμένος εἴς τινα καὶ τρόπον τινὰ ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτώμενος, ὁ ἄνευ ἰδίας θελήσεως. 2) Δυστυχής, ταλαίπωρος (διότι ἡ αἰχμαλωσία εἶναι συχνότατα δυστυχία. Ἰδ ΓΧατζιδ. Ἀκαδ Ἀναγν. 3,207) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Γιˬασίρ’ κ᾿ αἰχμάλωτον ἐγέντον (κατέστη δυστυχέστατος. γιˬασίρ’ Τουρκ. συνών. τοῦ αἰχμάλωτος) Τραπ. Αἰχμάλωτος νὰ γίνεσαι! (ἀρὰ) αὐτόθ. 3) Ὀρφανὸς Πόντ. 4) Θωπευτικῶς ἢ σχετλιαστικῶς, καημένος Καππ. (Σινασσ.): Τὸ ἀγμάλωτο, τί ἔξυπνο παιδίν ἔν’! Τὸ ἀγμάλωτο ποίκε ἕνα κακὸ ὄργο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/