αἰώνιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰώνιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αἰώνιος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ναιώνιος Κρήτ. (Βάμ.) ἀναιώνιος Ἄνδρ. Κέρκ. ἀναιώνιˬος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Ἤπ. Θήρ. Κέρκ. Πελοπν. (Αἴγ. Βυτιν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ.) Τσακων. ἀνα͜ιώνιˬους Θεσσ. Σάμ. Στερελλ (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. αἰώνιος. Τὸ ἀναιώνιος ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὰ ἐκ τοῦ στερητ. ἀν- σύνθετα ὡσεὶ στερήσεως σημαντικόν. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 22.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀεὶ ὑπάρχων, διαρκὴς κοιν.: Πρᾶμα - ροῦχο – σπίτι αἰώνιο κοιν. Ἀνα͜ιώνιˬα πράματα αὐτὰ τὰ ᾽λληνικἀ ὅθι βρίσκουντι Αἰτωλ. Εἶναι ἀναιώνιος, δὲν πεθαίνει ποτὲς Κέρκ. Ὁ πλάτανος εἶναι ἀναιώνιο δέντρο αὐτόθ. Ὅπου βάλω τὸ χέρι μου γίνεται χτήριο ἀναιώνιο αὐτόθ. || Φρ. Αἰωνία του ἡ μνήμη! (ἀπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐχῆς «αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη!» ἐπὶ τοῦ ἀποθανόντος καὶ καθόλου ἐπὶ παντὸς ἐκλιπόντος) κοιν.: Οὓς τῶν αἰωνίων (αἰωνίως) Ἀμισ. Πίσσα ναιώνια! (χαρακτηριστικὸν τοῦ ἔχοντος λίαν μελανὸν χρῶμα) Κρήτ. Συνών. παντοτινός 2) Τὸ θηλ. αἰωνία οὐσ., ζωὴ Σῦρ.: Ἠπέρασε ὅλη του τὴν αἰωνία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA