ἀκαθαρσία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαθαρσία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαθαρσία ἡ, κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκαθαρσία.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ εἶναί τις ἀκάθαρτος, ἔλλειψις καθαρειότητος, ρυπαρότης. 2) Ρύπος, κηλίς. Συνών. λέρα. 3) Περίττωμα, ἀποπάτημα. 4) Πᾶν τὸ ἀπορρίψιμον, οἷον σκύβαλα κττ.: Καλὴ φακή, μὰ γεμάτη ἀκαθαρσίες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA