ἀκάθιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκάθιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκάθιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀκάθετος Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκάθιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καθήμενος, ὁ μὴ καθίσας, ὁ ὄρθιος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ὅλ’ ἐκάτσαν κ’ ἐγὼ ἀκάθιστος ἐπέμ’να Κερασ. || Γνωμ. Ὁ ἀκάλεστος, ἀκάθιστος (ὅτι ὁ ἀπρόσκλητος προσελθὼν εἰς γάμον δὲν εὑρίσκει θέσιν νὰ καθίσῃ) ΝΠολίτ. Παροιμ 1,367. 2) Ὁ ἀεὶ κινούμενος, ἄοκνος, ἀκούραστος Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) : Ποῦ ᾿νιν ἀκάθιστη, τοὺ γουμάριν της κἀμμιˬὰ ᾽έν τοὺ σηκῶν-νει (ποῦ ᾿νιν’ = ποῦ ’ναιν = ποῦ εἶναι) Λιβύσσ. 3) Ἀδαής, ἄπειρος (δηλ. ὁ μὴ προσκείμενος, ὁ μὴ προσταλαιπωρῶν εἴς τι) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA