ἄκαιρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκαιρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄκαιρα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἄκιρα Στερελλ. (Λεπεν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκαιρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1) Ἔξω τοῦ προσήκοντος χρόνου, ἀκαίρως ἔνθ᾿ ἀν.: Τὴν ἕφτασαν ἄκαιρα οἱ πόνοι Πελοπν. (Βούρβουρ.) Λαλῆσαν ἄκιρα τὰ κουκόριˬα (ἐνωρίτερον τοῦ συνήθους) Λεπεν. Ἄκαιρα βαρυχειμωνιˬὰ Σκίαθ. Ἄκαιρα ἔρθες καὶ ’κ’ εὗρες με Κερασ. Συνών. παράκαιρα. 2) Ἀσκόπως, ἀνωφελῶς Κύπρ. Τῆν.: Πάνε ἄκαιρα τὰ ἔξοδα Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/