ἀκαιρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαιρίζω

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκαιρίζω ἀμάρτ. ἀκιρίζου Μακεδ. (Σέρρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκαιρος.

Σημασιολογία

Βραδύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/