ἀκακία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκακία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκακία ἡ, (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. ἀνακακία Θρᾴκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκακία.
Σημασιολογία
Ἡ ἀθῳότης, τὸ ἀπόνηρον, ὴ ἀφέλεια ἕνθ’ ἀν. : Αὐτὸ το' ᾿φτε͜ιαξε αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ἀκακία της Θρᾴκ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Δημοσθ. 1372 «διὰ τὴν ἀπειρίαν τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀκακίαν τὴν ἑαυτοῦ». ᾿Αριστοτ. Ρητ. 1389b «τῇ αὑτῶν ἀκακίᾳ τοὺς πέλας μετροῦσιν (ἐνν. οἱ νέοι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA