ἀκάλεστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκάλεστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκάλεστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀκάλιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀκάλετος Πόντ. (Τραπ.) ἀκάλιˬαστους Ἤπ. Μακεδ. (Σιάτ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκάλεστος.
Σημασιολογία
1) Ἄκλητος, ἀπρόσκλητος, συνήθως εἰς γάμους καὶ οἰκογενειακὰς ἑορτὰς ἔνθ’ ἀν.: Κἀνένα δὲν ἄφησε ἀκάλεστο, ὅλο τὸ χωριˬὸ τὸ κάλεσε κοιν. Ἀντίθ. Καλεσμένος (ἰδ. καλῶ), καλεστός 2) Ὁ ἀπροσκλήτως προσελθῶν, αὐτόκλητος ἔνθ’ ἀν.: Πῆγε ᾿ς τὸ γάμο ἀκάλεστος κοιν. || Γνωμ. Τὸν ἀκάλεστο ᾿ς τὸ γάμο κάτω κάτω τὸν καθίζουν (πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,365 κἑξ.) Κρήτ. Ἀκάλεστος φίλος, καθάρε͜ιος χοῖρος Κάρπ. Ἀκάλεστον σκαμνὶν ’κ᾿ ἔχει (ὁ αὐτόκλητος δὲν ἔχει θέσιν) Οἰν. Ἀκάλεστους γάιδαρους ᾽ς τοὺν γάμουν τὶ γυρεύ’; (τὸ γάιδαρος ἐνταῦθα λέγεται προληπτικῶς, δηλ. ὁ ἀπροσκλήτως προσερχόμενος εἰς τὸν γάμον εἷναι γάιδαρος) Σάμ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Τοὺ Λάπα δὲν τοὺν κάλιˬασιν τοὺν πρῶτουν ἀδιρφό του κιˬ οὑ Λάπας πάν’ ἀκάλιˬαστους ἀλάφι στουλισμένου (ὡδήγει ἔλαφον, δῆλον ὅτι ὡς δῶρον) Σιάτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA