ἀκάλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάλιˬαστος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀκάλιˬαστους Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ έπιθ. *καλιˬαστὸς < καλιˬάζω.

Σημασιολογία

Αὐτὸς ποῦ δὲν καλιˬάζει, ἀνόμοιος: Γάμους ἀκάλιˬαστους (ὅταν οἱ νυμφευόμενοι εἰναι ἀπροσάρμοστοι εἴτε κατὰ τὴν ἡλικίαν εἴτε κατὰ τὴν ὡραιότητα εἴτε ἅλως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/