ἀκαλίγωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαλίγωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαλίγωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκαλίκωτος Ἄθ. Κρήτ. ἀκαλίgουτους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀκαλίβωτος Εὔβ. (Κονίστρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ’καλιγωτὸς < καλιγώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ὑποδημάτων Κρήτ. Συνών. ξεπαπούτσωτος, ξυπόλυτος. 2) Ἐπὶ τῶν ὑποζυγίων, ἵππων, ὄνων καὶ ἡμιόνων ἣ καὶ ἐπὶ τῶν βοῶν, ὁ μὴ φέρων εἰς τὸ πέλμα τῶν ποδῶν σιδηροῦν πέταλον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄλογον – βούδ’ - μουλάρ᾿ ἀκαλίβωτον Χαλδ. Συνών. ἀπετάλωτος. 3) Μεταφ. ὁ μὴ στρωμένος μὲ λίθους ἢ σκίρα, ἐπὶ ὁδοῦ Μακεδ. (Χαλκιδ): Σὰν εἶνι ἀκαλίγουτους ἡ δρόμους, χαλνάει ἀπ᾿ τὰ νιρὰ. Φ) Ἀβίνητος Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA