ἀκαμασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαμασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκαμασιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μῆλ. κ.ἀ. - ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 228,756 ἀκαμαὰ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀκαμάτης. Παρὰ Μεουρσ. ἀκαμασία.

Σημασιολογία

Ὀκνηρία, ρᾳθυμία, ἀποστροφὴ ἀπὸ τῆς ἐργασίας: Ἡ ἀκαμασιˬά του δὲν ἕχει ὅρια Μῆλ. || Παροιμ. φρ. Ἀκαμασιˬὰ Θεοῦ κατάρα (ἡ ρᾳθυμία εἶναι ἐπικατάρατος, διότι γεννᾷ πᾶσαν κακίαν) Νπολίτ. Παροιμ. 1,382. || Γνωμ. Ὁ σπουργίτης ἀγαπᾷ τὸ κεχρὶ κιˬ ἀπὸ τὴν ἀκαμασιˬά του τὸ λαχταρεῖ (ἐπὶ τοῦ ἐξ ὀκνηρίας μὴ δυναμένου νὰ πορισθῇ τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ὁποῖα εἰναι ἐπιθυμητὰ εἰς αὐτὸν) ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκαματιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/