ἀκαμάτεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμάτεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκαμάτεμα τό, Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀκαματεύω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ὑπὸ τῶν γεωργῶν διακοπὴ τῆς ἐργασίας πρὸς ἀνάπαυσιν: Θὰ κάμωμεν ἀκαμάτεμα. 2) Ἡ μεσημβρία (διότι κατὰ ταύτην συνήθως γίνεται ἡ διακοπὴ τῆς ἐργασίας χάριν τοῦ γεύματος): ᾎσμ. Εἶντα σουρουλίζεις, Ἠλιˬά; | ᾿ὲν πά’ νὰ ’βρῃς λίγη δροζὰ ἤ πλατάνα ἤ καρυά; | Δές, ἀκαμάτεμα εἶν᾽ πεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA