ἀκαματεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαματεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκαματεύω Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πελοπν. (Λακων.) Χίος ἀκαματεύγω Κύθν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀκαμάτης.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι ἢ γίνομαι ἀκαμάτης, νωθρός, ρᾳθυμῶ, ὀκνηρεύομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐκαμάτεψες, καηˬμένε, καὶ δὲν κάμνεις κἀμμιˬὰ δουλε͜ιὰ Χίος || ᾎσμ. Ἄλλος ἐμάζευε ἐλα͜ιὲς κιˬ ἄλλος ἀκαμάτευε Λακων. 2) Ἡσυχάζω τὴν μεσημβρίαν, κάμνω ἀκαμάτεμα (ὃ ἰδ.) Χίος. Συνών. μεσημεριάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA