ἀκαμάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκαμάτης ὁ, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ.) ἀκαμάτες Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀκαμάτ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἐκαμάτης Μακεδ. (Γκιουβ.) ἀκαμάτρης Κύθηρ. ἀκαμάτρος Πόντ. (Ἰνέπ.) νακαμάτης Σύμ. ἀκαμάκη. Τσακων. Θηλ. ἀκαμάτρα κοιν. καὶ Τσακων. ἀκαμάτριˬα Σκῦρ. Χίος ἀκαμάτρ Πόντ. (Κερασ.) ἀκαμάτα Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκίαθ. ἀκαμάτισσα Σκῦρ. κ.ἀ. ἀκαμάκισσα Τσακων. ἀκαμάτσα Πόντ. (Χαλδ.) ἀκαμάταινα Πόντ. (Κερασ.) ᾿καμάτα Ἄνδρ Οὐδ. ἀκαμάτικο κοιν. ἀκαμάκικο Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. κάματος. Τὸ ἀκαμάτρης καὶ ἀκαμάτρος ἐκ τοῦ θηλ. ἀκαμάτρα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μεουρσ.
Σημασιολογία
1) Ὁ φεύγων τὸν κάματον, τοὺς κόπους, τὴν ἐργασίαν, φυγόπονος, ὀκνηρός, νωθρὸς ἔνθ᾽ ἀν. : Ἀκαμάτικο βόδι - γαϊδούρι ἌΘ. Πελοπν. Ἀκαμάτικο ζῷ Χίος Τοῦ ἑνοῦ ἡ γυναῖκα ἤτανε δουλεύτρα, τ᾽ ἀλλουνοῦ ἀκαμάτρα Πελοπν. || Γνωμ. Μὲ τὸ νοῦ πλουτένει ἠ κόρη, μὲ τὸν ὕπνο ἠ ἀκαμάτρα (ὅτι ἡ ἄγαμος γυνὴ εὐφραίνεται φαντασιοκοποῦσα, ἡ δὲ φυγόπονος κοιμωμένη) πολλαχ. Ἀκαμάτην ἔχεις καὶ προφήτη γυρεύεις; (ὅτι τῶν ἀργῶν ἀνθρώπων είναι ἴδιον τὸ προφητεύειν) Νάξ. Ὁ καμάτρος γιˬὰ τὸν ἀκαμάτρο (ὁ φιλόπονος δημιουργεῖ περιουσίαν, τὴν ὁποίαν σπαταλᾷ ὀκνηρὸς κληρονόμος) Ἰνέπ. Τὸ Μάρτι πάρτ’ ἀργάτες κι ἂς εἶναι κι ἀκαμάτες (δῆλον ὅτι ἕνεκα τῆς μακρᾶς ἡμέρας) Παξ. Ἔκαμαν οἱ καματηρὲ νὰ βροῦν οἱ ἀκαμάτις (ἐπὶ ὀκνηρῶν ἀπολαυόντων τοὺς κόπους τῶν ἄλλων) Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἀκαμάτρν νύφεν ἔχω κιˬ ἀκαμάτρς θεγατέραν (ὀκνηρὰν νύμφην ἔχω ὀκνηρᾶς μητρὸς θυγατέρα) Κερασ. Ἀκαμάτες γειτονᾶς | δεὸν έρ᾿ τῆ μαχαλᾶς (ὅτι ὁ ἀργῶν χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τοῦ τυχόντος διὰ προχείρους τινὰς ἐργασίας) Κερας. Ἡ ἀκαμάτρα κ’ ἡ λωλὴ | ἔχουν τὴ μοῖρα τὴν καλὴ (ὅτι πολλάκις εὐκολώτερον ἀποκαθίστανται αἱ ἐπίψογοι κόραι ἀντὶ τῶν ἀψόγων) Πάρ. Ὅπου πουτάνα ριζικό κιˬ ὅπ᾿ ἀκαμάτρα μοῖρα κιˬ ὅπου κορίτσι φρόνιμο καθάρε͜ια κακομοῖρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Λάστ.) Ἡ ἀκαμάτρα τὴ γεˬορτὴ πολὺ τὴνε γεˬορτάζει (ὅτι προφασιζομένη τὴν ἑορτὴν οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην ἔργασίαν κάμνει) Βιθυν. Οἱ ἀκαμάκιδε ὅλιˬου γεˬορτὰ εἶν᾽ ἔχουντε Τσακων. (πβ. ἀρχ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 15,26 «ἀεργοῖς αἰὲν ἔορτά»). Συνών. ἄβραστος Β 1, ἄψητος, ὠμός. β) Ὁ μὴ καρποφορῶν Ἀθῆν. Νίσυρ. κ.ἀ.: Ἀκαμάτικο δέντρο Νίσυρ. Ἀκαμάτικο ἀμπέλι Ἀθῆν. 2) Ὁ κηφὴν τῶν μελισσῶν Στερελλ (Αἰτωλ.): Ἐ’ πουλλοὺς ἀκαμάτις αὐτεῖνου τοὺ μιλισσουκρί’. β) Μέλισσα, ἡ ὁποία δὲν μεταβαίνει εἰς τὴν βοσκὴν (διάφορος τοῦ κηφῆνος) Εὔβ. (Κάρυστ.) 3) Βλαστὸς τῆς ἀμπέλου ἀργὸς μὴ φέρων σταφυλὰς (κατ᾽ ἀρσ. ἢ θηλ. γέν.) Ζάκ. Κεφαλλ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Τριφυλ. Γύθ.) κ.ἀ.: Τὰ κούρβουλα ἔχουν πολλοὺς ἀκαμάτες καὶ πρέπει νὰν τοὺς κόψουμε Κεφαλλ. Ἔχω πολλοὺς ἀκαμάτες ’ς τ’ ἀμπέλιˬα μου Ζάκ. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀκαμάτα, ἄμπελος ὑλομανοῦσα, ἀλλ᾽ ἄφορος Ζάκ. ΠΓενναδ. Γεωργ. 98. γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀκαμάτικο, ἐλαιόδενδρον παράγον ὀλίγον καρπὸν Ἀθῆν. 4) Τὸ μὴ ρητινῶδες ξύλον τῆς πεύκης, ὅταν ἐξ αὐτῆς ἐξάγουν δᾷδας Ἤπ. 5) Ὁ μεταξὺ τῶν πρασιῶν ἀφύτευτος τόπος Θεσσ. : Νὰ πατᾷς ᾿ς τοὺν ἀκαμάτ’ γιὰ νὰ μὴν πατήῃς τὰ φασόλιˬα. 6) Πνοὴ ἀνέμου ἀσθενὴς Κεφαλλ. κ.ἀ.: Δὲ φτάνουμ’ ἀπόψε, γιˬατὶ εἶν᾿ ἀκαμάτης Κεφαλλ. 7) Ἡ μετὰ τρικυμίαν γαλήνη, εὐδία Σύμ. Ἔκαμέν μου ᾿ναν νακαμάτην κ᾽ ἦρτα. 8) Ἡ κατὰ πλάτος πλευρὰ τῆς οἰκίας ὡς μὴ φέρουσα πολὺ βάρος τῆς στέγης Κύπρ. 9) Σφὴν ξύλινος παραλλήλως τῶν δύο καματερῶν τοῦ ἀνεμομύλου Κύθν. Σέριφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA