ἀκάμισος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάμισος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάμισος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. καμίσιν.

Σημασιολογία

Ἀκαμισίαστος, ὃ ἰδ.: Ἐγράσταν τὰ καμί μ᾿ καὶ ἐπέμ’να ἀκάμισος (ἐγράσταν = ἐφθάρησαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/