ἀκαμωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαμωσιˬὰ ἡ, Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χίος - ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 6 ἀνακαμωσιˬὰ Ἤπ. ἀνεκαμωσιˬὰ Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκάμωτος. Πβ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ εἶναι τι ἀκάμωτον, ἀτέλεστον, ἀγένητον Παξ.: Γνωμ. Κάλλιˬο τῆς μεσιˬᾶς παρὰ τ᾿ς ἀκαμωσιˬᾶς (ὅτι προτιμότερον εἶναι νὰ ἐκτελέσῃ τις μίαν ἐργασίαν ἔστω καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ παρὰ ὅλως νὰ μὴ ἀρχίσῃ αὐτήν). 2) Τὸ μὴ ποιεῖν τι, τὸ εἶναί τινα ἀργὸν ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ παλάτιˬα δὲ χτίζονται παρὰ γιˬὰ ’κείνους ποῦ ἔχουνε σκοπὸ τὴν καλοπέρασι καὶ τὴν ἀκαμωσιˬά. 3) Ἀποστροφὴ ἀπὸ τῆς ἐργασίας, ὀκνηρία, νωθρότης Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Χίος: Ἡ ἀκαμωσιˬὰ ’ς τὸν ἄνθρωπον εἶναι μεγάλον πρᾶμα (μέγα κακὸν) Χίος Ἔχω μιˬὰν ἀκαμωσιˬάν! αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Ἀκαμωσιˬὰ Θεοῦ κατάρα (ἐπικατάρατος ἡ ὀκνηρία ὡς γεννῶσα πᾶσαν κακίαν) Ἀρκαδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκαματιˬά. 4) Τὸ κατὰ τὴν ἄροσιν ἀναροτρίωτον καταλειπόμενον μέρος τοῦ ἀγροῦ Ἤπ. Συνών. μεσαρεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA