ἀκαπάκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαπάκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαπάκωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκαπάκουτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ καπακωτὸς < καπακώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κεκαλυμμένος μὲ τὸ καπάκι, συνήθως ἐπὶ μαγειρικῶν σκευῶν πολλαχ. : Τέντζερες ἀκαπάκωτος. Κούπα ἀκαπάκωτη πολλαχ. ᾿Αντίθ. καπακωμένος (ἰδ. καπα- κώνω), καπακωτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/