ἀκάπνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάπνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάπνιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀκάπνιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀκάπνιγος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκάπνιστος, περὶ οὗ ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾿Επετηρ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 4 (1927) 249.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς κάπνισμα, ἐπὶ ἀλλάντων, ἰχθύων, κρεάτων κττ. κοιν. ’Αντίθ. καπνισμένος (ἰδ. καπνίζω), καπνιστός. β) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς κάπνισμα πρὸς σκοπὸν θεραπευτικὸν Χίος: Τόν ἄρρωστο τόν ἔχω ἀκάπνιστο. γ) ᾿Επὶ μετάλλου, ἀπύρωτος σύνηθ.: Ἀσήμι ἀκάπνιστο. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἐπήρειαν τοῦ καπνοῦ, ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ τοῦ καπνοῦ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Φαεῖν ἀκάπνιγον Τραπ. 3) Μεταφ. ὁ μὴ ὑπὸ τοῦ οἴνου βεβαρημένος, ὁ μὴ μεθυσθεὶς Μακεδ. (Βογατσ.) κ.ἀ. 4) ᾿Ενεργ. ὁ μὴ καπνίζων, ὁ μὴ ἐκβάλλων καπνὸν Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.): Φρ. Σπίτι ἀκάπνιγο (ἐπὶ νέας οἰκίας μήπω κατοικηθείσης) Ὄφ. Πβ. ἄκαπνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/