ἀκαρδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαρδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκαρδίζω ἀμάρτ. ἀνακαρδίζω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκαρδος, παρ’ ὃ καὶ ἀνάκαρδος.
Σημασιολογία
Δυσαρεστοῦμαι, πικραίνομαι: Ἅμα τόνε φουμᾶνε ἀνακαρδίζει (φουμᾶνε = ἐπιπλήττουν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA