ἀκαρίνωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαρίνωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαρίνωτος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καρινωτός<*καρινώνω<καρῖνα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐστερημένος τρόπιδος: Καΐκιν ἀκαρίνωτον. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἐσταχωμένος, ἐπὶ βιβλίου: Χαρτὶν ἀκαρίνωτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/