ἀκάρπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκάρπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκάρπιστος ἐπίθ. Ἄθ. ἀκάρπ’στους Μακεδ.(Χαλκιδ.) ἀκάρπετος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καρπιστὸς<καρπίζω. Πβ. ἀρχ. ἐπίθ. ἀκάρπιστος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῶν δένδρων, ὁ μὴ καρποφορήσας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀκάρπιστη ἐλα͜ιὰ-συκεˬὰ Ἄθ. Συνών. ἀκάρπερος, ἄκαρπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/