ἀκαρτέρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαρτέρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαρτέρητος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκαρτέρητους Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκαρτέρ’τους Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀκαρτέρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκαρτέρητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καρτερῶν, ὁ μὴ ὑπομένων, ὁ ἀνυπόμονος ἔνθ’ ἀν.: Σ’ οὕλα τ᾿ ἀκαρτέρητους ἦταν αὐτός, ’ς τοῦ φαεῖ τ᾽, ’ς τὴ δ᾿λε͜ιὰ 'τ’ Αἰτωλ. Περίμινι νὰ γέ' τοὺ φαεῖ, πιδάκι μ᾽, νὰ σ᾿ δώκου νὰ φάς εἶσι ἀκαρτέρητου αὐτόθ. Ἀκαρτέρητ’ γίδα αὐτόθ. Εἶν᾿ ἀκαρτέρ’τους ᾿ς τὴ δ᾽λε͜ιὰ (ἐργάζεται συνεχῶς) Χουλιαρ. || Φρ. Γ’ναῖκα ἀκαρτέρ’τ’ (ἐπὶ λάγνου γυναικός, ἡ ὁποία δὲν ἀναμένει τὸν γάμον) αὐτόθ. 2) Μεταφ. ζωηρός, πρόθυμος Ἤπ. (Χουλιαρ): Ἄλουγου ἀκαρτέρ’του. 3 ) Ὁ μὴ προσδοκώμενος, ὁ μὴ ἀναμενόμενος Ἤπ. Μακεδ. (Κοζ.): Αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι ἀκαρτέρητο τώρᾳ (δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀναμείνῃ τις, διότι ἐφονεύθη ἢ ὁπωσδήποτε ἐξηφανίσθη) Ἤπ. || Φρ. Γράψε το ᾽ς τ᾽ ἀκαρτέρητο (μὴ τὸ περιμένῃς) Κοζ. Συνών. ἀδόκητος 1, ἀναπάντεχος, ἀνέλπιστος, ξαφνικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA