ἀκασσίδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκασσίδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκασσίδιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (’Απύρανθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *κασσιδιˬαστὸς<κασσιδιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κασσιδιασμένος, ὁ μὴ ἐρρυπωμένος. 2) Ἐπὶ φυτοῦ, ὁ μὴ προσβεβλημένος ὑπὸ τῆς νόσου κασσίδας: Ἀκασσίδιˬαστα φασολοπάτατα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA