ἀκατάγνωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάγνωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκατάγνωτα ἐπίρρ. Κύπρ. ἀκατάχνωτα Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀκατάγνωτος. Πβ. καταγνώνω.
Σημασιολογία
᾽Ακαταγνώστως, ἀκατακρίτως, ἀκακολογήτως, ἀκατηγορήτως, ἄνευ μομφῆς ἢ ψόγου: Φρ. Ἀκατάγνωτα τ’ ἀναέλαστα! (χωρὶς νὰ μεμφθῶμεν καὶ χωρὶς νὰ καταγελάσωμεν). ᾿Ακατάγνωτα, Θεέ μου, νὰ μὴν πάθω τ’ ἐγὼ σὰν τοῦτον. || ᾎσμ. Θεέ μου, ἀκατάγνωτα, κωπέλ-λιˬα, νὰ λαλοῦμεν, μὴν πάθουμεν ειρότερα ἐμεῖς ποὺ ᾿ναγελοῦμεν. Συνών. ἀκαταδίκαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA