ἀκαταδίκαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαταδίκαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαταδίκαστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀκαταΐκαστος Κάσ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκαταδίκαστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταδικασθείς, ὁ μὴ ὑπὸ τοῦ δικαστηρίου τιμωρηθεὶς λόγ. κοιν. 2) Ὁ μὴ κατακρινόμενος, ὁ ἄμεμπτος Κάσ. Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ.: Φρ. Ἀνέλαστον καὶ ἀκαταδίκαστον, Θεέ μου! ἢ ᾿Ανέλαστον καὶ ἀκαταδίκαστόν μας, ἥμαρτον, Θεέ μου! (ἀκακολόγητον καὶ ἀκατάκριτον ἐνν. νὰ εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἤτοι οὔτε ἀναγελῶ οὔτε κατακρίνω. Φρ. ἀποτρεπτικὴ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει τις) Ρόδ. || ᾌσμ. Ὦ, φρόνιμε, πῶς ἔσφαλες, ἄπιˬαστε, πῶς ἐπιˬάστης, ἀκαταδίκαστο κορμί, πῶς ἐκαταδικάστης; Νίσυρ. Ἥμερο, πῶς ἀγρίεψες, κιˬ ἄγριο, πῶς ἐπιˬάστης, κιˬ ἀκαταΐκαστο πουλλί, πῶς ἐκαταϊκάστης; Κάσ. Πβ. ἀκατάγνωτα, ἀκαταδίκαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA