ἀκαταλάβητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταλάβητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταλάβητος ἐπίθ. Πελοπν. (Πλάτσ.) ἀκαταλάβαστος Θήρ. Πελοπν. (Ἦλ.) ἀκαταλάβιστος Πελοπν. (Λάκων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταλαβητὸς<καταλαβαίνω. Τὸ ἀκαταλάβιστος κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ καταλάβῃ, νὰ ἐννοήσῃ, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος ἔνθ᾽ ἀν.: Μωρὲ ἀδερφέ, εἶσαι ἀκαταλάβαστος Θήρ. Αὐτὰ τὰ λόγιˬα ποῦ μοῦ λές εἶν᾿ ἀκαταλάβαστα αὐτόθ. Ὅ,τι κιˬ ἂν σοῦ πῇ εἶναι ἀκαταλάβαστος Ἦλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/