ἀκαταλόγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταλόγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταλόγιστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀκαταλόιστος Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταλογιστός, ὃ ἐκ τοῦ μεσν. καταλογίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐστερημένος καταλογισμοῦ τῶν πράξεών του, ὁ διὰ σύγχυσιν τοῦ νοῦ ἀνεύθυνος διὰ τὰς πράξεις του λόγ. κοιν. 2) ᾽Ακατανόητος, παράξενος Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/