ἀκατάστατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάστατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκατάστατα ἐπίρρ. λογ κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκατάστατος.
Σημασιολογία
Ἄνευ τάξεως, ἀτάκτως, ἀνωμάλως, ταραχωδῶς: Ζῇ ἀκατάστατα. Κάνει τὴ δουλειά του ἀκατάστατα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA